λυχνοπώλης

From LSJ
Revision as of 23:41, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυχνοπώλης Medium diacritics: λυχνοπώλης Low diacritics: λυχνοπώλης Capitals: ΛΥΧΝΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: lychnopṓlēs Transliteration B: lychnopōlēs Transliteration C: lychnopolis Beta Code: luxnopw/lhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A dealer in lamps or lanterns, Ar. Eq.739.

Greek (Liddell-Scott)

λυχνοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν λύχνους, Ἀριστοφ. Ἱππ. 739.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
marchand de lampes.
Étymologie: λύχνος, πωλέω.

Greek Monolingual

λυχνοπώλης, ὁ (Α)
αυτός που πουλά λύχνους ή λυχνίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + -πώλης (< πωλῶ)].

Greek Monotonic

λυχνοπώλης: -ου, ὁ (πωλέω), αυτός που πουλάει λύχνους ή φανάρια, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

λυχνοπώλης: ου ὁ продавец светильников Arph.