μακροφλυαρήτης

Revision as of 23:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A tedious prater, ib.11.134 (Lucill.).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
bavard intarissable.
Étymologie: μακρός, φλυαρέω.

Greek Monolingual

μακροφλυαρήτης, ὁ (Α)
ο πολύ φλύαρος, πολυλόγος σε μέγιστο βαθμό, πολυλογάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + φλυαρώ].

Greek Monotonic

μακροφλυᾱρήτης: ὁ, ανιαρός συνομιλητής, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μακροφλυᾱρήτης: ου ὁ неугомонный болтун Anth.