συνομιλητής

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνομῑλητής Medium diacritics: συνομιλητής Low diacritics: συνομιλητής Capitals: ΣΥΝΟΜΙΛΗΤΗΣ
Transliteration A: synomilētḗs Transliteration B: synomilētēs Transliteration C: synomilitis Beta Code: sunomilhth/s

English (LSJ)

συνομιλητοῦ, ὁ, companion, Elias in Porph.15.27: metaph. of books, Ath.Med. ap. Orib.inc.21.20: fem. συνομιλήτρια, Hsch. s.v. συνεψία.

Greek Monolingual

ο, θηλ. συνομιλήτρια, ΝΑ συνομιλῶ
νεοελλ.
1. αυτός με τον οποίο συνομιλεί κανείς
2. (διπλ.-πολ.) εταίρος σε διμερείς ή πολυμερείς συνομιλίες
αρχ.
σύντροφος, φίλος.