μηχανιώτης

From LSJ
Revision as of 00:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηχᾰνιώτης Medium diacritics: μηχανιώτης Low diacritics: μηχανιώτης Capitals: ΜΗΧΑΝΙΩΤΗΣ
Transliteration A: mēchaniṓtēs Transliteration B: mēchaniōtēs Transliteration C: michaniotis Beta Code: mhxaniw/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A contriver, h.Merc.436.

German (Pape)

[Seite 181] ὁ, poet, = μηχανητής, H. h. Merc. 436.

Greek (Liddell-Scott)

μηχᾰνιώτης: -ου, ὁ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ μηχανητής, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 436.

Greek Monolingual

μηχανιώτης, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.) επινοητικός, εφευρετικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + κατάλ. -ιώτης κατά το ἀγγελ-ιώτης].

Greek Monotonic

μηχᾰνιώτης: -ου, ὁ, επινοητικός, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

μηχᾰνιώτης: ου ὁ искусник, ловкач HH.