μισολάκων

From LSJ
Revision as of 00:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσολάκων Medium diacritics: μισολάκων Low diacritics: μισολάκων Capitals: ΜΙΣΟΛΑΚΩΝ
Transliteration A: misolákōn Transliteration B: misolakōn Transliteration C: misolakon Beta Code: misola/kwn

English (LSJ)

[ᾰ], ωνος, ὁ,

   A Laconian-hater, Ar.V.1165.

German (Pape)

[Seite 191] ωνος, die Lakonier hassend, Ar. Vesp. 1165.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσολάκων: [ᾰ], -ωνος, ὁ, ὁ μισῶν τοὺς Λάκωνας, Ἀριστοφ. Σφ. 1165.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ, ἡ)
qui hait les Lacédémoniens.
Étymologie: μισέω, Λάκων.

Greek Monolingual

μισολάκων, -ωνος, ὁ (Α)
αυτός που μισεί τους Λάκωνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + Λάκων.

Greek Monotonic

μῑσολάκων: [ᾰ], -ωνος, ὁ, αυτός που μισεί τους Λάκωνες, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

μῑσολάκων: ωνος (ᾰ) ὁ ненавистник лакедемонян Arph.