Οἰχαλιεύς
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
έως;
adj. m.
habitant ou originaire d’Œkhalia, en Étolie.
Étymologie: Οἰχαλία.
Οἰχᾰλιεύς: έως adj. m эхалийский Hom., Plut.