ὀμφαλοτομία
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
ὀμφᾰλο-τόμος,
A v. ὀμφαλητ-.
German (Pape)
[Seite 343] ἡ, v. l. für ὀμφαλητομία.
Greek (Liddell-Scott)
ὀμφᾰλοτομία: ὀμφαλοτόμος, ἴδε ὀμφαλητ-.
Greek Monolingual
η (Α ὀμφαλητομία και ὀμφαλοτομία) ομφαλοτόμος
η μετά τον τοκετό αποκοπή του ομφάλιου λώρου
νεοελλ.
ιατρ. η διατομή του ομφαλού λόγω διαπυητικής φλεγμονής τών γύρω από αυτόν κοιλιακών τοιχωμάτων.
Russian (Dvoretsky)
ὀμφᾰλοτομία: ἡ Arst. = ὁμφαλητομία.