ὀργίλως
From LSJ
τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political
French (Bailly abrégé)
adv.
avec penchant à la colère, avec emportement.
Étymologie: ὀργίλος.
Russian (Dvoretsky)
ὀργίλως: (ῐ) вспыльчиво, раздраженно, гневно: ὀ. ἔχειν τινί Dem. быть рассерженным на кого-л.