πάντολμος

Revision as of 01:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ον,

   A all-daring, shameless, φωτὶ παντόλμῳ φρένας A.Th. 671, cf. Ch.430 (lyr.); ἔρωτες ib.596 (lyr.); ὠμὰ καὶ π. E.IA913 (troch.), cf. D.H.4.28.

German (Pape)

[Seite 464] kühn zu Allem; Aesch. Spt. 653 Ch. 423; Eur. I. A. 913; Pind. Ir. 5; sp. D., χεῖρες, Agath. 14 (V, 218); auch D. Hal. 4, 28.

Greek (Liddell-Scott)

πάντολμος: -ον, ὁ τὰ πάντα τολμῶν, αὐθάδης, ἀναίσχυντος, φωτὶ παντόλμῳ φρένας Αἰσχύλ. Θήβ. 671, πρβλ. Χο. 430, 596, Εὐρ. Ι. Α. 913, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’une audace prête à tout.
Étymologie: πᾶν, τολμάω.

English (Slater)

πάντολμος
   1 all adventuring τὸ πάντολμον σθένος Ἡρακλέος ὑμνήσομεν; (πάνυ codd. Plutarchi) fr. 29. 4.

Greek Monolingual

-η, -ο / πάντολμος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που τολμά τα πάντα, τολμηρότατος
μσν.-αρχ.
αυθάδης, αναιδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -τολμος (< τόλμη). πρβλ. εύ-τολμος].

Greek Monotonic

πάντολμος: -ον, αυτός που τολμά τα πάντα, αδίστακτος, αυθάδης, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πάντολμος: отваживающийся на все, дерзновеннейший (φώς Aesch.; χεῖρες Anth.).