παρασυναπτικός

From LSJ
Revision as of 01:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source

German (Pape)

[Seite 501] ή, όν, daneben, damit verbindend, Gramm., z. B. B. A. 643, 1; Schol. Eur. Hec. 779.

Greek (Liddell-Scott)

παρασυναπτικός: σύνδεσμος, «παρασυναπτικοὶ δὲ εἰσιν ὅσοι μεθ’ ὑπάρξεως καὶ τάξιν δηλοῦσιν· εἰσὶ δὲ οἵδε, ἐπεὶ, ἐπείπερ. ἑπειδή, ἐπειδήπερ» Α. Β. 643, 1, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α παρασυνάπτομαι
φρ. «παρασυναπτικός σύνδεσμος»
γραμμ. σύνδεσμος που συνδέεται, σχετίζεται με άλλον σύνδεσμο με την προσθήκη ενός μορίου («παρασυναπτικοὶ δὲ εἰσιν ὅσοι μεθ' ὑπάρξεως καὶ τάσιν δηλοῡσιν
εἰσὶ δὲ οἵδε, ἐπεί, ἐπείπερ, ἐπειδή, ἐπειδήπερ», Διον. Πρ.).

Russian (Dvoretsky)

παρασῠναπτικός: грам. выражающий фактическую причинную связь, винословный, причинный (σύνδεσμος).