πατροφόντης

Revision as of 01:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ου, ὁ, = foreg., S.OT 1441 : fem.,

   A τῆς π. μητρός Id.Tr.1125.

German (Pape)

[Seite 537] ὁ, = πατροφονεύς, Soph. O. R. 1441; als fem. braucht er es Trach. 1125, τῆς πατροφόντου μητρός, Poll. 3, 13 erklärt das Wort für poetisch, doch findet es sich bei K. S.

Greek (Liddell-Scott)

πατροφόντης: -ου, ὁ, = τῷ προηγ., Σοφ. Ο. Τ. 1441· ὡς θηλ., τῆς π. μητρὸς ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1125· - ποιητ. λέξ.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
c. πατροφόνος.

Greek Monolingual

ὁ, ἡ, Α
πατροφόνος (α. «τὸν πατροφόντην, τὸν ἀσεβη μ' ἀπολλύναι», Σοφ.
β. «τῆς πατροφόντου μητρός», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -φόντης (< θείνω «φονεύω» κατ' επίδραση του φόνος), πρβλ. μητρο-φόντης.

Greek Monotonic

πατροφόντης: -ου, ὁ, ἡ, = το επόμ., σε Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πατροφόντης -ου [πατροφόνος] vader vermoordend:. παρεμνήσω... τῆς πατροφόντου μητρός; had jij het over je moeder die je vader vermoordde? Soph. Tr. 1125.

Russian (Dvoretsky)

πατροφόντης: ου adj. Soph. = πατροφόνος I.