Πειραϊκός
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
du Pirée.
Étymologie: Πειραιεύς.
Russian (Dvoretsky)
Πειραϊκός: пирейский: αἱ Πειραϊκαὶ πύλαι Plut. Пирейские ворота (в зап. части Афин).