Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
Menander, Monostichoi, 123English (Slater)
πεζομᾰχας
1 fighting on foot τὰ μὲν ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον τὰ δ' ἐν πεζομάχαισι (P. 2.65)
Russian (Dvoretsky)
πεζομάχᾱς: ᾱ ὁ дор. = * πεζομάχης.