περίκομπος

From LSJ
Revision as of 02:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation

Source

Greek (Liddell-Scott)

περίκομπος: -ον, πλήρης κόμπου, ὑπερήφανος, ἀλαζών, Ἕρμανν. εἰς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 878.

Greek Monolingual

-ον, Α
γεμάτος κομπασμό, αλαζόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κόμπος / χτύπος, «καύχηση» (πρβλ. πολύ-κομπος)].

Russian (Dvoretsky)

περίκομπος: тщеславный, хвастливый (Aesch. - v. l. к περίχαυνος).