γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
inf. ao.2 de πλήσσω.
πληγῆναι: απαρ. Παθ. αορ. βʹ του πλήσσω.
πληγῆναι: inf. aor. 2 pass. к πλήσσω.