προκάτημαι
From LSJ
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
German (Pape)
[Seite 729] ion. = προκάθημαι, Her.
French (Bailly abrégé)
ion. c. προκάθημαι.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. προκάθημαι.
Russian (Dvoretsky)
προκάτημαι: ион. = προκάθημαι.