προσέλεκτο
From LSJ
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
French (Bailly abrégé)
v. προσλέγομαι.
Greek Monotonic
προσέλεκτο: γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αορ. βʹ του προσλέγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσέλεκτο aor. 3 sing. van προσλέχομαι.
προσέλεκτο ep. aor. van προσλέχομαι.
Russian (Dvoretsky)
προσέλεκτο: эп. 3 л. sing. aor. 2 к προσλέγομαι.