προὐκήρυξα
From LSJ
τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death
French (Bailly abrégé)
ao. de προκηρύσσω.
Russian (Dvoretsky)
προὐκήρυξα: (= προεκήρυξα) стяж. aor. к προκηρύσσω.
τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death
ao. de προκηρύσσω.
προὐκήρυξα: (= προεκήρυξα) стяж. aor. к προκηρύσσω.