ῥύπα

From LSJ
Revision as of 03:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

German (Pape)

[Seite 852] τά, heterogenischer plur. zu ῥύπος, w. m. s., Od. 6, 93.

Greek (Liddell-Scott)

ῥύπα: τά, ἑτερόκλ. πληθ. τοῦ ῥύπος, ὃ ἴδε, αὐτὰρ ἐπεὶ πλῦνάν τε καὶ κάθηραν ῥύπα πάντα Ὀδ. Ζ. 93.

Greek Monolingual

τὰ, Α
(ετερόκλιτος τ. πληθ.) βλ. ρύπος.

Greek Monotonic

ῥύπα: [ῠ], τά, ετερόκλ. πληθ. του ῥύπος, .

Russian (Dvoretsky)

ῥύπα: (ῠ) τά грязь, нечистоты Hom.