ῥύπα
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
German (Pape)
[Seite 852] τά, heterogenischer plur. zu ῥύπος, w. m. s., Od. 6, 93.
Greek (Liddell-Scott)
ῥύπα: τά, ἑτερόκλ. πληθ. τοῦ ῥύπος, ὃ ἴδε, αὐτὰρ ἐπεὶ πλῦνάν τε καὶ κάθηραν ῥύπα πάντα Ὀδ. Ζ. 93.
Greek Monolingual
τὰ, Α
(ετερόκλιτος τ. πληθ.) βλ. ρύπος.
Greek Monotonic
ῥύπα: [ῠ], τά, ετερόκλ. πληθ. του ῥύπος, ὁ.
Russian (Dvoretsky)
ῥύπα: (ῠ) τά грязь, нечистоты Hom.