σαινίδωρος
From LSJ
ἐν πίθῳ τὴν κεραμείαν μανθάνειν → in breaking many pots, the potter learns his craft | of those who undertake the most difficult tasks without learning the elements of the art | don't run before you can walk
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A coaxing by presents, Epicurus' nickname for Antidorus, cj. for Σαννίδωρος in Epicur.Fr.4.
German (Pape)
[Seite 857] mit Geschenken schmeichelnd, komischer Ausdruck des Epicur. bei D. L. 10, 8.
Greek (Liddell-Scott)
σαινίδωρος: -ον, ὁ διὰ δώρων κολακεύων, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 8.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που κολακεύει με δώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαίνω «κουνώ την ουρά, κολακεύω» + -δωρος (< δῶρον), πρβλ. σαννί-δωρος].
Russian (Dvoretsky)
σαινίδωρος: ирон. прельщающий дарами, старающийся задарить Diog. L.