σταθηρός

From LSJ
Revision as of 03:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰθηρός Medium diacritics: σταθηρός Low diacritics: σταθηρός Capitals: ΣΤΑΘΗΡΟΣ
Transliteration A: stathērós Transliteration B: stathēros Transliteration C: stathiros Beta Code: staqhro/s

English (LSJ)

στᾰθηρότης, late forms of σταθερός, σταθερότης, the former in Ph.1.244, Iamb.Comm.Math.34 (Adv.

   A -ρῶς Mich.in EN 592.24), the latter in Eustr.in EN98.33.

German (Pape)

[Seite 927] = σταθερός, E. M; μεσημβρίας σταθηρᾶς Alciphr. 3, 12, u. sonst, auch als v. l.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰθηρός: σταθηρότης, μεταγενέστ. τύποι τῶν σταθερός, σταθερότης, S häf. εἰς Διον. Ἁλ. π. π. Συνθ. σ. 338.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
βλ. σταθερός.

Russian (Dvoretsky)

σταθηρός: Arst. = σταθερός.