συγγνωρίζω

From LSJ
Revision as of 03:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγγνωρίζω Medium diacritics: συγγνωρίζω Low diacritics: συγγνωρίζω Capitals: ΣΥΓΓΝΩΡΙΖΩ
Transliteration A: syngnōrízō Transliteration B: syngnōrizō Transliteration C: syggnorizo Beta Code: suggnwri/zw

English (LSJ)

   A share in knowledge, Arist.EE1244b26:—Pass., οἱ -όμενοι persons acquainted, Polem.Phgn.1.1.

Greek (Liddell-Scott)

συγγνωρίζω: μετέχω τῆς γνώσεως, γνωρίζω ὁμοῦ, Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 7. 12, 5.

Greek Monolingual

Α γνωρίζω
1. είμαι επίσης γνώστης
2. (το αρσ. πληθ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) οί συγγνωριζόμενοι
πρόσωπα που γνωρίζονται μεταξύ τους.

Greek Monolingual

Α γνωρίζω
1. είμαι επίσης γνώστης
2. (το αρσ. πληθ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) οί συγγνωριζόμενοι
πρόσωπα που γνωρίζονται μεταξύ τους.

Russian (Dvoretsky)

συγγνωρίζω: разделять (чье-л.) знание, знать вместе (συναισθάνεσθαι καὶ σ. Arst.).