συμμορφίζομαι
From LSJ
ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events
English (LSJ)
Pass.,
A to be conformed to, τινι Ep.Phil.3.10.
Russian (Dvoretsky)
συμμορφίζομαι: NT v. l. = συμμορφόομαι.