συμπαίστωρ
From LSJ
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
English (LSJ)
ορος, ὁ, = foreg., X.Cyr.1.3.14 (
A v.l. -παίκτ-), AP6.154 (Leon. or Gaet.), 162 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 984] ορος, ὁ, = συμπαίκτωρ; Mel. 114 (VI, 162), v. l. συμπαίκτωρ, wie Leon. Tar. 30 (VI, 154); auch Xen. Cyr. 1, 3, 14 v. l.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαίστωρ: -ορος, ὁ, = συμπαίκτωρ, συμπαίκτης, Ξενοφ. Κύρ. 1. 3, 14.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, ΜΑ
ο συμπαίκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπαίζω + επίθημα -τωρ (πρβλ. πράκ-τωρ)].
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, ΜΑ
ο συμπαίκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπαίζω + επίθημα -τωρ (πρβλ. πράκ-τωρ)].
Greek Monotonic
συμπαίστωρ: -ορος, ὁ, = το προηγ., σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
συμπαίστωρ: ορος ὁ Xen. v. l. = συμπαίκτωρ.