συνδιαταλαιπωρέω
From LSJ
English (LSJ)
A endure hardship with or together, Pl.Cri. 45d.
German (Pape)
[Seite 1008] mit oder zugleich Mühsal, Unglück überstehen, Plat. Crit. 45 d.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιατᾰλαιπωρέω: ὑπομένω ταλαιπωρίας μετά τινος ἢ ὁμοῦ, συνδιαταλαιπωρεῖν καὶ τρέφοντα καὶ παιδεύοντα Πλάτ. Κρίτων 45D.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être également malheureux.
Étymologie: σύν, διά, ταλαιπωρέω.
Greek Monotonic
συνδιατᾰλαιπωρέω: μέλ. -ήσω, υπομένω ταλαιπωρίες μαζί ή μαζί με κάποιον, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
συνδιατᾰλαιπωρέω: вместе терпеть, вместе страдать Plat.