τἀπό
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
German (Pape)
[Seite 1069] att. zsgz. statt τὰ ἀπό.
Greek (Liddell-Scott)
τἀπό: κατ’ Ἀττ. κρᾶσιν ἀντὶ τὰ ἀπό· ― τἀπόρρητα, ἀντὶ τὰ ἀπόρρητα.
French (Bailly abrégé)
crase att. p. τὰ ἀπό.
Greek Monolingual
Α
(στους αττ. συγγραφείς) κράση αντί τὰ ἀπό.
Greek Monotonic
τἀπό: κράση αντί τὰ ἀπό· τἀποβαῖνον αντί τὸ ἀποβαῖνον.
Russian (Dvoretsky)
τἀπό: in crasi = τὰ ἀπό.