τελεαρχία
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
German (Pape)
[Seite 1084] ἡ, das Amt od. Geschäft eines τελέαρχος, Plut. reip. ger. praec. 15; E. M Vgl. das Folgende.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
charge du τελέαρχος.
Greek Monolingual
ἡ, Α τελέαρχος
το αξίωμα του τελεάρχου.
Russian (Dvoretsky)
τελεαρχία: ἡ должность телеарха, телеархия Plut.