τρέφος

From LSJ
Revision as of 04:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρέφος Medium diacritics: τρέφος Low diacritics: τρέφος Capitals: ΤΡΕΦΟΣ
Transliteration A: tréphos Transliteration B: trephos Transliteration C: trefos Beta Code: tre/fos

English (LSJ)

εος, τό,

   A = θρέμμα (v.l. βρέφος), S.Fr.154, cj. in E.Fr.996.

German (Pape)

[Seite 1137] τό, = θρέμμα, Soph. frg. 166 bei Ath. X, 401 d, wofür Eust. βρέφος hat.

Greek (Liddell-Scott)

τρέφος: -εος, τό, = θρέμμα, (μετὰ διαφόρ. γραφ. βρέφος), σὺ δ’, ὦ σύαγρε, Πηλιωτικὸν τρέφος Σοφ. Ἀποσπ. 166.

Greek Monolingual

-ους, τὸ, Α
θρέμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρέφ- του τρέφω, απ' όπου τα σύνθ. σε -τρεφής (πρβλ. ἀνεμο-τρεφής, ἁπαλο-τρεφής)].

Russian (Dvoretsky)

τρέφος: εος τό Soph. = θρέμμα.