τριπλασιασμός

From LSJ
Revision as of 04:56, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de tripler.
Étymologie: τριπλασιάζω.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ τριπλασιάζω
πολλαπλασιασμός επί τρία
μσν.
μτφ.
1. η επανάληψη λέξης ή όρου τρεις φορές
2. τα τρία μέρη της Αγίας Τριάδας.

Russian (Dvoretsky)

τριπλᾰσιασμός: ὁ утраивание Plut.