ὑπόδυσις

From LSJ
Revision as of 05:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόδῠσις Medium diacritics: ὑπόδυσις Low diacritics: υπόδυσις Capitals: ΥΠΟΔΥΣΙΣ
Transliteration A: hypódysis Transliteration B: hypodysis Transliteration C: ypodysis Beta Code: u(po/dusis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A getting under a place, Arist.IA713a20.    II retiring place, place of shelter, Agatharch.32, J.BJ3.7.22, Muson.Fr. 14p.71H.    III imperceptibility, σφυγμῶν Sor.2.61.    IV = submersio, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1216] ἡ, das Untertauchen, Hineinschlüpfen. – Ort zum Verkriechen, Schlupfwinkel, dah. Zuflucht, D. Sic. 3, 44. S. auch ὑπόδοσις.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόδῠσις: -εως, ἡ, τὸ εἰσέρχεσθαι ὑπό τινα τόπον, Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 15, 8. ΙΙ. τόπος πρὸς καταφυγήν, καταφύγιον, Διόδ. 3. 14, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 7, 22, κλπ.

Greek Monolingual

-ύσεως, ἡ, Α ὑποδύω, -ομαι]
1. παρείσφρηση
2. καταφύγιο
3. (για σφυγμό) η ιδιότητα του ανεπαίσθητου
4. βύθιση μέσα στο νερό, κατάδυση.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόδῠσις: εως ἡ1) опускание, погружение Arst.;
2) убежище, пристанище (τοῖς ἀπορουμένοις τὴν ἀναγκαίαν ὑπόδυσιν παρασχέσθαι Diod.).