φιλαθήναιος

From LSJ
Revision as of 05:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλᾰθήναιος Medium diacritics: φιλαθήναιος Low diacritics: φιλαθήναιος Capitals: ΦΙΛΑΘΗΝΑΙΟΣ
Transliteration A: philathḗnaios Transliteration B: philathēnaios Transliteration C: filathinaios Beta Code: filaqh/naios

English (LSJ)

ον,

   A fond of the Athenians, Ar.Ach.142, V. 283 (lyr.), Pl.Ti.21e: Sup., D.19.308.

German (Pape)

[Seite 1274] Freund der Athener; Ar. Ach. 142; Plat. Tim. 21 e; Luc. Dem. enc. 42.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλᾰθήναιος: -ον, ὁ φιλῶν τοὺς Ἀθηναίους, Ἀριστοφ. Ἀχ. 142, Σφ. 283, Πλάτ. Τίμ. 21Ε· καὶ ἐν τῷ ὑπερθ., Δημ. 439. 27· ― φιλαθηναιότης, ητος, ἡ , Γαλην. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 322, 327, 328.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ami des Athéniens ou d’Athènes.
Étymologie: φίλος, Ἀθηναῖος.

Greek Monolingual

-ον, Α
φίλος τών Αθηναίων («φιλέλλην ἀκούων ἔχαιρεν, ἔτι δὲ μᾱλλον φιλαθήναιος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + Ἀθηναῖος.

Greek Monotonic

φῐλαθήναιος: -ον, αυτός που αγαπά τους Αθηναίους, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

φιλαθήναιος: любящий Афины или афинян Arph., Plat., Dem., Plut., Luc.