φιλοτησία

From LSJ
Revision as of 05:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source

German (Pape)

[Seite 1287] ἡ, s. Folgds.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. ευχετική πρόποση σε φίλο συμπότη
2. συνεκδ. ποτό που προσφέρεται για την πρόποση αυτή
3. φρ. «κύλιξ φιλοτησία» — κύλικας για πρόποση (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. φιλοτήσιος.

Russian (Dvoretsky)

φιλοτησία: ἡ (sc. πόσις) здравица, заздравный тост: λαβεῖν τὴν φιλοτησίαν Arph. принять (предложенный) заздравный кубок; φιλοτησίαν (φιλοτησίας) προπίνειν Dem., Luc. пить за здравие; φιλοτησίαν παρέχειν Luc. предложить заздравный тост.