σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility
ao. Act. de ὄλλυμι.
ὤλεσα: αόρ. αʹ του ὄλλυμι.
ὤλεσα: aor. к ὄλλυμι.