ὤλεσα

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source

French (Bailly abrégé)

ao. Act. de ὄλλυμι.

Greek Monotonic

ὤλεσα: αόρ. αʹ του ὄλλυμι.

Russian (Dvoretsky)

ὤλεσα: aor. к ὄλλυμι.