ψωμοκόλαξ

Revision as of 06:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ᾰκος, ὁ,

   A flatterer for morsels of bread, parasite, Ar.Fr.167 (anap.), Philem.8, Sannyr.10:—hence ψωμο-κολᾰκεύω, Philippid.8.

German (Pape)

[Seite 1406] ακος, ὁ, ein Bissenschmeichler, d. i. Schmarotzer; comic. bei Ath. VI, 261 f; Philippds. in B. A. 116 u. Phot.

Greek (Liddell-Scott)

ψωμοκόλαξ: -ᾰκος, ὁ, ὁ κολακεύων χάριν τεμαχίων ἄρτου, παράσιτος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 213· ψωμοκόλαξ δ’ ἔσθ’ οὑτοσὶ Φιλήμων ἐν «Ἀνανεουμένῃ» 1· φθείρεσθ’ ἐπίτριπτοι ψωμοκόλακες Σαννυρίων ἐν «Ἰοῖ» 1· - ψωμοκολᾰκεύω, ψωμοκολακεύων καὶ παρεισιὼν ἀεὶ Φιλιππίδης ἐν «Ἀνανεώσει» 4.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
αυτός που κολακεύει κάποιον για να του δώσει τροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψωμός «κομμάτι, μπουκιά» + κόλαξ, -ακος].

Russian (Dvoretsky)

ψωμοκόλαξ: ὁ лизоблюд, прихлебатель Arph.