ψηφοπαίκτης

From LSJ
Revision as of 06:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will

Menander, Monostichoi, 223
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψηφοπαίκτης Medium diacritics: ψηφοπαίκτης Low diacritics: ψηφοπαίκτης Capitals: ΨΗΦΟΠΑΙΚΤΗΣ
Transliteration A: psēphopaíktēs Transliteration B: psēphopaiktēs Transliteration C: psifopaiktis Beta Code: yhfopai/kths

English (LSJ)

ου, ὁ, (παίζω)

   A one who juggles with pebbles, Eudox.Com.1, S.E.P.2.250.

German (Pape)

[Seite 1398] ὁ, der mit Steinchen od. Würfeln spielt, ein Taschenspieler, der Steinchen u. vgl. vor den Zuschauern unvermerkt verschwinden läßt, vertauscht, u. sonst vgl. macht; Eudox. com. bei Poll. 7, 201; Alciphr. 3, 20; Senec. epist. 45.

Greek (Liddell-Scott)

ψηφοπαίκτης: -ου, ὁ, (παίζω) ὁ παίζων μὲ λιθάρια ἢ κύβους, θαυματοποιὸς ἐνεργῶν ταχυδακτυλουργικῶς ὥστε νὰ μεταβάλλωσι ταῦτα θέσεις, Εὔδοξος ἐν «Ναυκλήρῳ» 1· πρβλ. Ἀλκίφρ. 3. 20, Senec. Epist. 45· ψηφάων παῖκται παρὰ Μανέθ. 4. 448· πρβλ. ψηφάς, ψηφοκλέπτης.

Greek Monolingual

ὁ, Α
θαυματοποιός που εκτελούσε ταχυδακτυλουργικά νούμερα με ψηφίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψῆφος + παίκτης.

Russian (Dvoretsky)

ψηφοπαίκτης: ου ὁ фокусник Sext.