διαπωτάομαι
From LSJ
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
volar fig. de la voz πᾶ μοι φθογγὰ διαπωτᾶται φοράδην; S.OT 1310.
δια-πωτάομαι wegvliegen.