κελευστός

From LSJ
Revision as of 07:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ζήτει σεαυτῷ σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaerere tuarum rerum auxilium memineris → für deine Pflichten suche einen Partner dir

Menander, Monostichoi, 188
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελευστός Medium diacritics: κελευστός Low diacritics: κελευστός Capitals: ΚΕΛΕΥΣΤΟΣ
Transliteration A: keleustós Transliteration B: keleustos Transliteration C: kelefstos Beta Code: keleusto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A ordered, commanded, Luc.Vit.Auct.8.

Greek (Liddell-Scott)

κελευστός: -ή, -όν, κελευσθείς, διαταχθείς, παραγγελθείς, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 3.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui reçoit un ordre.
Étymologie: adj. verb. de κελεύω.

Greek Monolingual

κελευστός, -ή, -όν (Α) κελεύω
αυτός που εκτελείται ύστερα από διαταγή, αυτός που γίνεται κατά παραγγελία («στρατεύομαι δὲ οὐ κελευοτός, ἀλλ' ἑκούσιος», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

κελευστός: -ή, -όν (κελεύω), διατεταγμένος, προσταγμένος, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κελευστός -ή -όν [κελεύω] bevolen.