κτείνυμι

From LSJ
Revision as of 07:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source

Greek Monolingual

κτείνυμι (Α)
κτείνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτάνυμι, που εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα κτα- και συνδέεται με αρχ. ινδ. ksa--ti- «τραυματίζω» — το -ει- οφείλεται σε επίδραση του κτείνω, ἔκτεινα].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κτείνυμι en κτεινύω, ook geschreven κτίννυμι en κτιννύω, doden.