εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
ος, ον :dor. c. παρήγορος.
παράγορος: ὁ (ρᾱ) дор. = παρήγορος.
παρᾱ́γορος Dor. voor παρήγορος.