παραθαλάττιος
From LSJ
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
French (Bailly abrégé)
att. c. παραθαλάσσιος, α, ον :
qui est sur le bord de la mer, maritime ; ἡ παραθαλαττία (γῆ) XÉN contrée maritime.
Étymologie: παρά, θάλασσα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραθαλάττιος -α -ον, f. ook -ος, Ion. παραθαλάσσιος en παραθαλασσίδιος [παρά, θάλαττα] aan zee gelegen, kust‑: subst. ἡ παραθαλαττία = ἡ παραθαλάσσιος = τὰ παραθαλάσσια de kuststreek:. τὰ παραθαλάσσια τῆς Ἑλλάδος de kust van Griekenland Hdt. 3.135.1.