πλείσταρχος

From LSJ
Revision as of 08:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλείσταρχος Medium diacritics: πλείσταρχος Low diacritics: πλείσταρχος Capitals: ΠΛΕΙΣΤΑΡΧΟΣ
Transliteration A: pleístarchos Transliteration B: pleistarchos Transliteration C: pleistarchos Beta Code: plei/starxos

English (LSJ)

ον,

   A holding widest sway, Ἑλλάνων γέρας B.3.12.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που εξουσιάζει πολλούς ανθρώπους ή πολλές χώρες
2. ως κύριο όν. Πλείσταρχος
βασιλιάς της Σπάρτης από το γένος τών Αγιδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + -αρχος (< ἄρχω), πρβλ. ναύ-αρχος].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλείσταρχος -ον [πλεῖστος, ἄρχω] het meeste gezag hebbend.