παρήπαφον
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
French (Bailly abrégé)
ao.2 de παραπαφίσκω.
Greek Monotonic
παρήπᾰφον: αόρ. βʹ του παραρτέομαι.
Russian (Dvoretsky)
παρήπᾰφον: aor. 2 к παραπαφίσκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρήπαφον indic. aor. act. van παραπαφίσκω.