παρήπαφον

From LSJ

Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλοςχρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.

Source

French (Bailly abrégé)

ao.2 de παραπαφίσκω.

Greek Monotonic

παρήπᾰφον: αόρ. βʹ του παραρτέομαι.

Russian (Dvoretsky)

παρήπᾰφον: aor. 2 к παραπαφίσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρήπαφον indic. aor. act. van παραπαφίσκω.