Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προγαστρίδιον

From LSJ
Revision as of 08:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132

Greek Monotonic

προγαστρίδιον: τό (γαστήρ), ψεύτικη κοιλιά που φορούσαν οι ηθοποιοί, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

προγαστρίδιον: (ῐ) τό набрюшник Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προγαστρίδιον -ου, τό [προγάστωρ] nepbuik (van toneelspelers).