ποτιβλέπω
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
Greek (Liddell-Scott)
ποτιβλέπω: Δωρ. ἀντὶ προσβλ-, Θεόκρ. 5. 36.
Greek Monolingual
και ποτιγλέπω Α
(δωρ. τ.) προσβλέπω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + βλέπω / γλέπω].
Greek Monotonic
ποτιβλέπω: Δωρ. αντί προσ-βλέπω.
Russian (Dvoretsky)
ποτιβλέπω: дор. = προσβλέπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποτιβλέπω Dor. voor προσβλέπω.