Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
το, Ν
κεντητό κάλυμμα του κεφαλιού, κεντητός σκούφος, που φορούσαν συνήθως οι αρματολοί.
πόσι: ион. Her. dat. к πόσις I.
πόσι Ion. dat. van 1. πόσις.
πόσι voc. van 2. πόσις.