Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου
Menander, Monostichoi, 318French (Bailly abrégé)
ion. c. προεισάγω.
Russian (Dvoretsky)
προεσάγω: (ᾰ) ион. = προεισάγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προεσάγω zie προεισάγω.