προτιμητέος

From LSJ
Revision as of 08:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source

Greek (Liddell-Scott)

προτιμητέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ., ὃν δεῖ προτιμᾶν, τινὸς Πλάτ. Νόμ. 726Α. ΙΙ. οὐδ., δεῖ προτιμᾶν, μετ᾿ ἀπαρεμφ., ὁ αὐτ. ἐν Κριτί. 109Α.

Greek Monolingual

-α, -ο / προτιμητέος, -α, -ον, ΝΑ
αυτός που πρέπει ή αξίζει να προτιμηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προτιμῶ + κατάλ. -τέος τών ρηματ. επιθέτων (πρβλ. διαιρε-τέος)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προτιμητέος -α -ον [προτιμάω] adj. verb. waaraan de voorkeur gegeven moet worden; met gen. boven iets