Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δενδαλίς

From LSJ
Revision as of 23:50, 2 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch

Menander, Monostichoi, 507
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δενδαλίς Medium diacritics: δενδαλίς Low diacritics: δενδαλίς Capitals: ΔΕΝΔΑΛΙΣ
Transliteration A: dendalís Transliteration B: dendalis Transliteration C: dendalis Beta Code: dendali/s

English (LSJ)

ίδος, ὁ, a kind of

   A barley-cake, Nicopho 15, Eratosth.10; cf. δανδαλίς.

German (Pape)

[Seite 545] ίδος, ἡ, nur plur., ἱεραὶ κριθαί, B. A. 241; Hesych. s. v. Δενδαλίδας; Nicopho com. Ath. XIV, 645 c. Vgl. δανδαλίς.

Greek (Liddell-Scott)

δενδαλίς: ἡ, εἶδος κριθίνου πλακοῦντος, Νικόφ. Χειρ. 2, Ἐρατοσθ. παρὰ Σχολ. Ἀπολλ. Ροδ. Α. 972: πρβλ. δανδαλίς.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ

• Alolema(s): δανδαλίς Poll.6.77, Hsch.
1 torta de cebada Nicopho 6, χερνῆτις ἔριθος ... δενδαλίδας τεύχουσα Eratosth.10, cf. Hsch., Phot.δ 181
de trigo tostado, Poll.l.c., Hsch., Phot.δ 181
usada en sacrificios EM 255.54G., AB 241.12.
2 cebada en Eubea, Thphr.Fr.Phot.20
tanto en grano cruda como tostada blanca, Hsch., Phot.δ 181.
3 bot. un tipo de flor Hsch., Phot.δ 181.

• Etimología: Forma red. y c. disimilación *δανδ- > δενδ- sin etim. conocida.

Greek Monolingual

δενδαλίς και δανδαλίς, η (Α)
είδος γλυκίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ., που χρησιμοποιούνταν περισσότερο στον πληθ. αριθμό. Η λ. συσχετίστηκε με τον τ. σεμίδᾱλις, αλλά το α της λ. δενδαλίς, είναι βραχύ. Ίσως πρόκειται για λ. με εκφραστικό αναδιπλασιασμό.].

Frisk Etymological English

-ίδος
Grammatical information: f.
Meaning: kind of barley-cake (Nikopho, Eratosth.); δενδαλίδας οἱ μεν ἄνθος τι, ἄλλοι τὰς λευκὰς κάχρυς, οἱ δε τὰς ἐπτισμένας κριθὰς πρὸ τοῦ φρυγῆναι, οἱ δε τὰς ἐκ κριθῶν μάζας γενομένας H. The α is short in Nikophon.
Other forms: Also δανδαλίς H., Pollux
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Cf. σεμίδαλις fine wheaten flour, further unknown. But the last word prob. from Accadian samidu. One might think of redupl. da\/e-n-dali- (with prenasal.).